-
1 ἀταρτηρός
ἀταρτ-ηρός, όν,A mischievous, baneful,ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Il.1.223
; of a person,Μέντορ ἀταρτηρέ Od.2.243
; ;στόμα Πόντου Theoc.22.28
; of wild beasts, Q.S.4.223, 12.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀταρτηρός
См. также в других словарях:
εξαύτις — ἐξαῡτις (AM) (Α και ἐξαῡθις) 1. ακόμη μια φορά, πάλι («Πηλεΐδης δ ἐξαῡτις ἀταρτηροῑς ἐπέεσσιν Ἀτρεΐδην προσέειπε», Ομ. Ιλ. Α) 2. (για τόπο) πίσω, προς τα πίσω («ἐξαῡτις Τρῶάς τε... ὤσαιτο προτὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ. Π.) 3. (για χρόνο) έπειτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek